- σβίγα
- η, Ν1. ροδάνι, μαγγάνι2. εξέλικτρο δρομομέτρου3. στροφείο σχοινοπλόκου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
παρκέτα — η ναυτ. 1. ειδικό όργανο για τη μέτρηση τής ταχύτητας τού πλοίου, δρομόμετρο 2. φρ. α) «ξύλο τής παρκέτας» το δελτωτό β) «σάγουλα τής παρκέτας» το λεπτό σχοινί τού δρομόμετρου, τής παρκέτας γ) «σβίγα [ή ανέμη] τής παρκέτας» το εξέλικτρο … Dictionary of Greek
στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… … Dictionary of Greek